- υπόνομος
- ο / ὑπόνομος, -ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ντο αρσ. ως ουσ.1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β. «οὐκέτι ὑπονόμοις, ἀλλ' ἤδη μηχαναῑς αἱρεῑν τὴν πολιτείαν», Πλούτ.)νεοελλ.1. (το αρσ. και το θηλ.) α) κάθετη οπή που διανοίγεται σε πέτρωμα, όπου τοποθετούνται εκρηκτικές ύλες και ανατινάσσονται σε εργασίες εκβραχισμών ή σε λατομεία, κν. μίναβ) στρ. υπόγεια στοά γεμάτη με εκρηκτικές ύλες, που διανοίγεται από τους πολιορκητές κάτω από οχυρωματικό έργο τού εχθρού με σκοπό την ανατίναξή του, κν. λαγούμι2. μτφ. βρομερό, σιχαμερό πράγμα («το στόμα του είναι σκέτος υπόνομος»)αρχ.ως επίθ.1. ο σκαμμένος υπογείως («χώρα ὑπόνομος πυρὶ καὶ ὕδατι», Στράβ.)2. αυτός που εκτείνεται κάτω από τη γη, υπόγειος («ἄντρον ὑπόνομον», Στράβ.)3. το αρσ. ως ουσ. α) φλέβα ορυκτούβ) οχετός για τη διέλευση πόσιμου νερού, υδραγωγός4. φρ. «ὑπόνομον ἕλκος» — πληγή που εκτείνεται κάτω από το δέρμα χωρίς να φαίνεται εξωτερικά (Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -νομος*].
Dictionary of Greek. 2013.